- θησείο
- Λανθασμένη ονομασία, που όμως έχει επικρατήσει, του ναού του Ηφαίστου στην Αθήνα. Ιδρύθηκε την εποχή του Περικλή (5ος αι. π.Χ.) και αποτελεί έξοχο δείγμα του αττικού δωρικού ρυθμού. Ειδικότερα, πρόκειται για διπλό εν παραστάσει περίπτερο δωρικό ναό, με 13 κίονες στις μακρές πλευρές και 6 στις στενές, που έχουν ύψος 5,88 μ., μικρή μείωση και μόλις αισθητή ένταση. To επιστύλιο απαρτιζόταν από δύο λίθους κατά πλάτος και το τρίγλυφο σχηματιζόταν από τις 68 μετόπες της περίστασης, από τις οποίες μόνο 18 ήταν ανάγλυφες. Οι μετόπες αυτές απεικόνιζαν τους άθλους του Ηρακλή και ορισμένους από τους άθλους του Θησέα. Τα αετώματα του ναού κοσμούσαν εναέρια αγάλματα, τα οποία όμως δεν σώζονται σήμερα· παρά τις προσπάθειες που έχουν καταβληθεί για την αναπαράστασή τους, καμία δεν θεωρείται απολύτως επιτυχημένη. Στις ζωφόρους που κοσμούν τον πρόναο και τον οπισθόδομο διακρίνονται ίχνη από την παράσταση του αγώνα του Θησέα εναντίον των γιγάντων, γιων του Πάλλαντα, και της μάχης των Λαπιθών κατά των Κενταύρων. Τόσο η οροφή των στοών όσο και το δάπεδο του ναού ήταν μαρμάρινα, αντίθετα με την οροφή του σηκού που ήταν ξύλινη. Στο μνημείο αυτό παρουσιάζεται σαφώς η επίδραση του ιωνικού ρυθμού και εκδηλώνεται η νεωτεριστική τάση και η ελευθερία που χαρακτήριζαν τους Αττικούς καλλιτέχνες εκείνων των χρόνων. Εκτός από τον Ήφαιστο, στο Θ. λατρευόταν και η Αθηνά, η αποκαλούμενη Hφαιστία. Με την επικράτηση του χριστιανισμού, ο ναός, όπως και o Παρθενώνας και το Eρέχθειο, μετατράπηκε σε χριστιανική εκκλησία, ενώ κατά τους βυζαντινούς χρόνους, σύμφωνα με ορισμένες μαρτυρίες, χρησιμοποιήθηκε ως μονή. Τέλος, την περίοδο της τουρκοκρατίας, στον χώρο του ναού τελούσαν κάθε Τρίτη της Διακαινισήμου τα Ρουσάλια, μία λαϊκή ημερήσια γιορτή, ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα για τους λαογράφους. Η περιοχή γύρω από τον ναό ονομάζεται και αυτή Θ. και αποτελεί τμήμα της συνοικίας των Πετραλώνων.
Ο ναός του Ηφαίστου στην Αθήνα, που έχει επικρατήσει να ονομάζεται Θησείο.
* * *το (Α Θησεῑον και Θήσειον) [θησεύς]νεοελλ.ως προσηγ. το θησείο και θήσειο(φυτολ.) το φυτό θήσειο το ταπεινό, αγριολίναρο, κορμιαστός, αρμυρήθρααρχ.1. ναός τού Θησέως, που ήταν άσυλο για τους δραπέτες2. στον πληθ. τά Θησεῑα ή Θήσεια και επιγρ. Θησέαεορτή τού Θησέως3. είδος άνθους.
Dictionary of Greek. 2013.